θαμώνας

θαμώνας
ο
1. αυτός που συχνάζει, που επισκέπτεται συχνά έναν τόπο («θαμώνας καφενείου»)
2. πελάτης καταστήματος («θαμώνας παντοπωλείου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λόγια λέξη η οποία πλάστηκε αρχικά (1846) με τον τ. θαμώνης από τον Ιω. Ισ. Σκυλίτση, για να αντικαταστήσει το τουρκ. μουστερής αλλά και το ελλ. πελάτης, το οποίο δεν είχε ακόμη επιβληθεί. Η λ. θαμώνης < θαμά + -ώνης (< ωνούμαι «αγοράζω»), πρβλ. οπωρ-ώνης, τελ-ώνης. Αργότερα (1880), από τον Ιω. Καμπούρογλου μαρτυρείται και ως τριτόκλιτο θαμών, -ώνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θαμώνας — ο αυτός που συχνάζει κάπου: Είναι τακτικός θαμώνας του νυκτερινού κέντρου. – Θαμώνες του καφενείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θαμά — (AM) επίρρ. συχνά («κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. θαμά, όπως εξάλλου τα επιρρήματα σε α (πρβλ. κάρτα, τάχα κ.ά.) προέρχεται από ένα ουδ. ουσ. σε η (το *θαμά, «μεγάλος αριθμός, πλήθος») και συνδέεται πιθ. με το θημ ών,… …   Dictionary of Greek

  • θεατρόσκοπος — θεατρόσκοπος, ό (Α) φανατικός θαμώνας τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρο + σκοπος (< σκοπώ), πρβλ. κατά σκοπος. οιωνο σκόπος] …   Dictionary of Greek

  • κερχανατζής — ο θαμώνας των πορνείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kerhaneci] …   Dictionary of Greek

  • μπαρόβιος — α, ο τακτικός θαμώνας τών μπαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρ + συνδετικό φωνήεν ο + βίος (πρβλ. μηχανό βιος)] …   Dictionary of Greek

  • μπορντελιάρης — και μπουρδελιάρης άρα, ικο τακτικός θαμώνας τών πορνείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπορντέλο + κατάλ. ιάρης] …   Dictionary of Greek

  • πελάτης — ο, θηλ. πελάτις, ΝΜΑ, θηλ. και πελάτισσα Ν 1. (στην αρχ. Ελλάδα) τάξη ελεύθερων αλλά φτωχών πολιτών, που για να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται ως ημερομίσθιοι 2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτες με περιορισμένα, τουλάχιστον κατά τα πρώιμα χρόνια …   Dictionary of Greek

  • συχνάζω — ΝΜΑ, και συχνιάζω Ν [συχνός / συχνιός] πηγαίνω σε ένα μέρος συχνά, είμαι τακτικός θαμώνας κάπου …   Dictionary of Greek

  • ταβερνοδύτης — ὁ, Α θαμώνας πορνείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καπηλειό» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. τρωγλο δύτης] …   Dictionary of Greek

  • φοιτητήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ 1. αυτός που συχνάζει κάπου, θαμώνας 2. (με σημ. επιθ.) φοιταλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + κατάλ. τήρ*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”