θαμώνας — ο αυτός που συχνάζει κάπου: Είναι τακτικός θαμώνας του νυκτερινού κέντρου. – Θαμώνες του καφενείου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θαμά — (AM) επίρρ. συχνά («κατασκοπεῖσθαι δὲ θαμὰ ἑαυτήν», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. θαμά, όπως εξάλλου τα επιρρήματα σε α (πρβλ. κάρτα, τάχα κ.ά.) προέρχεται από ένα ουδ. ουσ. σε η (το *θαμά, «μεγάλος αριθμός, πλήθος») και συνδέεται πιθ. με το θημ ών,… … Dictionary of Greek
θεατρόσκοπος — θεατρόσκοπος, ό (Α) φανατικός θαμώνας τού θεάτρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρο + σκοπος (< σκοπώ), πρβλ. κατά σκοπος. οιωνο σκόπος] … Dictionary of Greek
κερχανατζής — ο θαμώνας των πορνείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kerhaneci] … Dictionary of Greek
μπαρόβιος — α, ο τακτικός θαμώνας τών μπαρ. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπαρ + συνδετικό φωνήεν ο + βίος (πρβλ. μηχανό βιος)] … Dictionary of Greek
μπορντελιάρης — και μπουρδελιάρης άρα, ικο τακτικός θαμώνας τών πορνείων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μπορντέλο + κατάλ. ιάρης] … Dictionary of Greek
πελάτης — ο, θηλ. πελάτις, ΝΜΑ, θηλ. και πελάτισσα Ν 1. (στην αρχ. Ελλάδα) τάξη ελεύθερων αλλά φτωχών πολιτών, που για να ζήσουν ήταν υποχρεωμένοι να εργάζονται ως ημερομίσθιοι 2. (στην αρχ. Ρώμη) πολίτες με περιορισμένα, τουλάχιστον κατά τα πρώιμα χρόνια … Dictionary of Greek
συχνάζω — ΝΜΑ, και συχνιάζω Ν [συχνός / συχνιός] πηγαίνω σε ένα μέρος συχνά, είμαι τακτικός θαμώνας κάπου … Dictionary of Greek
ταβερνοδύτης — ὁ, Α θαμώνας πορνείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. taberna «σκηνή, καπηλειό» + δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. τρωγλο δύτης] … Dictionary of Greek
φοιτητήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ 1. αυτός που συχνάζει κάπου, θαμώνας 2. (με σημ. επιθ.) φοιταλέος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < φοιτῶ + κατάλ. τήρ*] … Dictionary of Greek